- άριστος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος-2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του Αντίοχου και δίδαξε στην Αθήνα.
* * *-η, -ο (AM ἄριστος, -η, -ον)1. (για πράγματα) ο καλύτερος στο είδος του, ο εξαιρετικής ποιότητας2. (για πρόσωπα) αυτός που κατάγεται από ευγενείς, που ανήκει στην τάξη των ευγενών3. ο αρχηγός4. ο ηθικά καλύτερος5. ο καλύτερος σε κάθε τι6. (για ζώα) ο υπέροχος7. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) άρισταπάρα πολύ καλά, εξαιρετικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι συγγενής με το προθεματικό άρι- και το ουσιαστικό αρετή, ενώ αβέβαιη θεωρείται η σχέση του με τα αραρίσκω ή άρνυμαι. Στην Ιωνική-Αττική αποτελεί τον συνήθη υπερθετικό του επιθέτου αγαθός (πρβλ. συγκριτικός αρείων). Η λ. άριστος χρησιμοποιείται ευρύτατα ήδη στον Όμηρο, με αρχική σημασία «ο ισχυρότερος, ο ευγενέστερος στην καταγωγή», ενώ αργότερα αποκτά την έννοια «ο καλύτερος» και χαρακτηρίζει πρόσωπα ή πράγματα.ΠΑΡ. αριστερός, αριστεύω, αριστίνδην.ΣΥΝΘ. αριστοκρατία, αριστολόχεια, αριστοτέχνηςαρχ.αρισθάρματος, αρίσταρχος, αριστόβουλος, αριστογόνος, αριστόδικος, αριστοεπής, αριστόκαρπος, αριστόμαντις, αριστόμαχος, αριστοπάτρα, αριστοπόνος, αριστοτόκος, αριστόχειρ, αριστώδιναρχ.-μσν.αριστόνικοςμσν.αριστόλοχος, αριστοπραξία, αριστουργόςνεοελλ.αριστούχος. Απαντούν ακόμη τα ανθρωπωνύμια: Αριστάγγελος, Αρισταγόρας, Αρισταίνετος, Αρίσταινος, Αρισταίος, Αρίσταιχμος, Αριστάναξ, Αρίστανδρος, Αρίσταρχος, Αριστέας, Αριστείδης, Αριστεύς, Αριστίας, Αρίστιππος, Αριστίων, Αριστόβουλος, Αριστογείτων, Αριστογένης, Αριστόδημος, Αριστόδικος, Αριστόδωρος, Αριστοκλείδης, Αριστοκλής, Αριστοκράτης, Αριστόκριτος, Αριστόλαος, Αριστολέων, Αριστόλοχος, Αριστόμαχος, Αριστομέδης, Αριστομέδων, Αριστομένης, Αριστομήδης, Αριστόνικος, Αριστόνομος, Αριστόνους, Αριστόξενος, Αριστοτέλης, Αριστότιμος, Αριστοφάνης, Αριστοφών, Αρίστων, Αριστώνυμος].
Dictionary of Greek. 2013.